παιδεραστικός

παιδεραστικός
παιδεραστ-ικός, ή, όν,
A of or for παιδεραστία, Luc.Dom.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παιδεραστικός — ή, ὁ (Α παιδεραστικός, ή, όν) [παιδεραστής] ο σχετικός με την παιδεραστία …   Dictionary of Greek

  • παιδεραστικά — παιδεραστικός of neut nom/voc/acc pl παιδεραστικά̱ , παιδεραστικός of fem nom/voc/acc dual παιδεραστικά̱ , παιδεραστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδεραστικόν — παιδεραστικός of masc acc sg παιδεραστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”